ΝΗΠΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: "Μυσταγωγία"
Πῶς γίνεται ὁ σοφὸς σοφώτερος, ὅταν λάβη κάποια ἀφορμή, καὶ πῶς ὁ δίκαιος προκόβει στὴ γνώση, ὅταν μάθη, ὅπως ἀναφέρει ἡ θεία Παροιμία, σὺ ὁ ἴδιος, πιὸ σεβαστέ μου ἀπ' ὅλους,
μοῦ ἔδειξες ὁλοκάθαρα μέσα στὴν ἴδια μου τὴν ἐμπειρία. Μοῦ ἔμαθες ἔμπρακτα ὅσα μὲ σοφία ὑποδηλώνει ὁ θεῖος λόγος. Μὲ ἄκουσες νὰ ἐκθέτω κάποτε, ὅπως μποροῦσα, ἐπιτροχάδην, μιὰ ἐπιτομὴ τῶν θαυμαστῶν μυστικῶν θεωριῶν ἑνὸς ἄλλου μεγάλου γέροντα, μὲ ἀληθινὴ σοφία στὰ θεῖα, σχετικὰ μὲ τὴν ἁγία Ἐκκλησία καὶ τὴν ἁγία σύναξη, ποὺ πραγματοποιεῖται σ' αὐτή. Καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅσο ὁ δάσκαλος ἀπὸ τὸ μαθητή, μοῦ ἐζητοῦσες ἀμέσως μὲ ἐπιμονὴ νὰ σοῦ κάνω γραφτὴ ὅλων αὐτῶν τὴν ἔκθεση. Ἤθελες νὰ ἔχης τὸ γραφτὸ σὰν ἀντιφάρμακο τῆς λήθης καὶ τῆς μνήμης ἐνισχυτικό, ἐπειδή, ἔλεγες, βρίσκει στὸ χρόνο αὐτὴ τὸ φυσικό της δαμαστή. Ἀνεπαίσθητα, ἔλεγες, μὲ τὴν παρέμβαση τῆς λήθης, μπορεῖ αὐτὸς ν' ἀφαιρέση τοὺς τύπους καὶ τὶς εἰκόνες ὅποιου μέσα μας βρίσκεται καλοῦ. Γι' αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη ἡ μνήμη ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἕνα μέσο νὰ τὴν ἀνανεώνη, τὸ μέσο ἐκεῖνο πού, φυλάγοντας παντοτινὰ ἀκμαία τὴ δύναμη τοῦ λόγου, ἔχει ἀπὸ τὴ φύση του τὴν ἰδιότητα νὰ συντηρῆ τὴ μνήμη ἀνεπηρέαστη κι ἀπαραμείωτη.

Πόσο τώρα εἶναι σοφώτερο, ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ἀκρόαση, νὰ ἐπιζητῆς καὶ τὴ μόνιμη ἐξασφάλιση ὅσων ἄκουσες, τὸ ξέρει βέβαια κάθε ἄνθρωπος, ποὺ λίγο μόνο νοιάζεται γιὰ τὴ λογικὴ εὐγένειά του καὶ δὲν εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ τὴν οἰκειότητα μὲ τὸ λόγο.

Κι ἐγὼ δίσταζα στὴν ἀρχή, θέλοντας ν' ἀποφύγω —θὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια— τὸ ζήτημα τοῦ λόγου. Ὄχι πὼς δὲν ἤθελα, ἀγαπημένοι μου, νὰ σᾶς προσφέρω μὲ κάθε τρόπο κατὰ τὴ δύναμή μου ὅ,τι ποθούσατε. Μοῦ ἔλειπε ἡ χάρη, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ τοῦτο τοὺς ἂξιους• κι ἀκόμα δὲν εἶχα τὴν ἐμπειρία τῆς τέχνης ποὺ ἀπαιτεῖται καὶ τῆς τριβῆς μὲ τὸ λόγο. Εἶχα ζήσει στὴν ἀφάνειά μου κι ἤμουν ὁλότελα ἀμύητος στὴν τέχνη τῶν λόγων, ποὺ ὅλη τους ἡ χάρη βρίσκεται στὴν ἀπαγγελία τους μόνο κι εἶναι μεγάλη χαρὰ τῶν πολλῶν νὰ προσδιορίζουν τὴν ἀκουστικὴ ἡδονή τους κι ἄς μὴν ὑπάρχη πολλὲς φορὲς στὸ βάθος τίποτα ποὺ ν' ἀξίζη. Φοβόμουν ἀκόμα —γιὰ νὰ πῶ τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ τὸ πιὸ ἀληθινὸ— μήπως μὲ τὴ μηδαμινότητα τοῦ λόγου μου προσβάλω τὸν ὑψηλὸ καὶ λόγο καὶ στοχασμὸ τοῦ μακαριστοῦ ἐκείνου γέροντα. Ὑποχώρησα ὅμως ἀργότερα στὴν ὁρμὴ τῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ἀπ' ὅλα πιὸ δυνατή, καὶ δέχθηκα θεληματικὰ τὴν ἐντολή της. Προτίμησα νὰ μὲ περιγελάσουν οἱ δύσκολοι ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς μου γιὰ τὸ θράσος καὶ τὴν ἀπαιδευσία μου, παρὰ νὰ νομίσετε σεῖς ὅτι, μὲ τὴν ἀναβολή μου, δὲ θέλω νὰ σᾶς βοηθήσω μὲ ὅλη τὴν προθυμία μου σὲ κάθε καλό. Τὴ φροντίδα γιὰ τὸ πῶς θὰ μιλήσω τὴν ἄφησα στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς ποὺ θαυματουργεῖ καὶ ποὺ βάζει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴ γνώση καὶ δυναμώνει τὴ γλῶσσα τῶν μουγγῶν, βρίσκει διέξοδο στὰ ἀδιέξοδα, σηκώνει τὸν πεσμένο ἀπὸ τὸ πέσιμό του καὶ τὸ φτωχὸ τὸν ὀρθώνει ἀπὸ τὴν κόπρο του, ἐννοῶ τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ τὸ δύσοσμο βοῦρκο τῶν παθῶν. Ἀπ' αὐτὸ σηκώνει ὅποιον ἒχει ταπεινὴ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του κι εἶναι φτωχὸς ἀπὸ κακία καὶ ἄπορος ἀπὸ διάθεση πρὸς αὐτήν. Ἤ, ἀντίθετα, ρίχνει αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀκόμα πλεγμένος στὸ νόμο τῆς σάρκας καὶ στὰ πάθη καὶ γι' αὐτὸ εἶναι φτωχὸς κι ἄπορος τῆς χάρης, ποὺ φέρνει ἡ ἀρετὴ κι ἡ γνώση.

Ὁ πανάγιος κι ἀληθινὰ θεοφάντωρ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὴν πραγματεία του γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία ἔχει συλλάβει κι ἐξηγήσει ἀντάξια στὴ μεγαλωσύνη τοῦ νοῦ του τὰ σύμβολα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν τελετὴ τῆς ἁγίας σύναξης. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχωμε ὑπ' ὄψη ὅτι ὁ λόγος μας δὲν ἐκθέτει τὰ ἴδια πράγματα, οὔτε προχωρεῖ ἀπὸ τοὺς ἲδιους δρόμους. Ἀποτελεῖ τόλμημα καὶ θράσος καὶ πλησιάζει τὴν ἀνοησία νὰ θελήση κανένας νὰ δοκιμασθῆ στὰ ἴδια μ' ἐκεῖνον, ἐνῷ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσχωρήση σ' αὐτὰ καὶ νὰ τὰ κατανοήση. Κι ἀκόμα νὰ προβάλη σὰν δικά του ἐπιτεύγματα, ὅσα μυστήρια φανερώθηκαν θεϊκὰ σ' ἐκεῖνον μονάχα μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Θὰ ἐκτεθοῦν ἐδῶ ὅσα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τὰ ἔχει ἐκεῖνος φιλάνθρωπα περιλάβει στὴν ἔκθεσή του, ἔχουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ θέληση τοῦ Θεοῦ παραλείψει νὰ ἐκθέσουν καὶ νὰ γυμνάσουν ἔτσι κατὰ τὴν ἐπιθυμία τους τὴν ἴδια τους διάθεση γιὰ τὰ θεῖα• κι ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα γίνεται γνωστὴ σ' ἐμᾶς, σύμμετρα νοημένη, ἡ ὁλόφεγγη ἀκτινοβολία τῶν τελουμένων καί, πιασμένους στὸ δίχτυ τοῦ πόθου της, μᾶς κρατάει κοντά της. Τοῦτο γιὰ νὰ μὴ μείνουν ὁλότελ' ἀργοὶ οἱ μεταγενέστεροι καθ' ὅλη τὴ χρονικὴ διάρκεια τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἐπειδὴ δὲ θὰ ἔχουν τὸ λόγο ποὺ μισθώνει στὴν καλλιέργεια τῆς θείας ἐκείνης ἀμπέλου, στὴν πνευματικὴ ἐργασία μέσα στὴν πνευματικὴ ἄμπελο, καὶ ἐπιστρέφει τὸ πνευματικὸ δηνάριο τῆς θεϊκῆς κι ἀληθινὰ βασιλικῆς εἰκόνας, συλημένο στὴν αὐγὴ τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν πονηρὸ μὲ ἀπάτη κατὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς.

Δὲν ὑπόσχομαι ἀκόμα ὅτὶ θὰ ἐκθέσω μὲ τὴ σειρά, ὅλὰ ὅσα εἶδε στὴ μυστικὴ θεωρία του ὁ μακάριος γέροντας, οὔτε τοὺς ἴδιους τοὺς λόγους του, ὅπως τοὺς ἐννοεῖ ὁ ἴδιος κι ὅπως τοὺς διατύπωσε. Ἐκεῖνος ἦταν φιλόσοφος καὶ δάσκαλος ὅλης τῆς σοφίας, ποὺ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀρετὴ καὶ τὴ μακρόχρονη καὶ συστηματική του ἀπασχόληση καὶ τριβὴ μὲ τὰ θεῖα, ἀπελευθέρωσε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης κι ἀπὸ τὶς φαντασίες, ποὺ αὐτὴ προξενεῖ. Ἦταν τὸ πνεῦμα του δίκαια λουσμένο στὶς θεϊκὲς λάμψεις καὶ γι' αὐτὸ μποροῦσε ν’ ἀντικρύζη κατάματα ὅσα δὲ βλέπουν οἱ πολλοὶ κι ὁ λόγος του ἦταν ἀκριβέστατος ἐξηγητὴς τῶν στοχασμῶν του. Σὰν τὸν καθρέφτη, ποὺ δὲν τὸν σκοτεινιάζει ἡ κηλίδα κανενὸς πάθους κι ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατήση καὶ ν' ἀποκαλύψη γνήσια ὅσα οἱ ἄλλοι μήτε νὰ στοχαστοῦνε δὲν μποροῦν. Κι ἔτσι μποροῦσαν οἱ ἀκροατὲς νὰ βλέπουν ὅλο τὸ νοῦ πάνω στὸ ὄχημα τοῦ λόγου• νὰ παρουσιάζωνται ὅλα ὅσα νοήθηκαν ὁλοκάθαρα μὲ ὅλο τὸ νόημά τους καὶ νὰ τὰ δέχονται μεταφερμένα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ λόγου. Θὰ σᾶς ἐκθέσω ὅσα διασώζει ἡ μνήμη μου κι ὅσο μπορεῖ ἡ σκέψη μου νὰ παρακολουθήση θαμπὰ κι ἀκόμα πιὸ θαμπὰ ὁ λόγος μου νὰ διατυπώση. Θὰ μιλήσω ὅμως μ' εὐλάβεια, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ρίχνει φῶς στὰ σκοτεινά. Καὶ δὲν πρέπει, θαρρῶ, νὰ νομίζετε, σεῖς ποὺ γνωρίζετε νὰ κρίνετε ὀρθά, ὅτι κατ' ἄλλο τρόπο καὶ σκέφτομαι κι ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ μιλῶ ἀπὸ ὅ,τι μπορῶ πραγματικὰ νὰ σκέφτωμαι καὶ νὰ λέγω κι ἀπ' ὅ,τι δίνει ἡ θεία χάρη

σύμφωνα μὲ τὴ δύναμη, ποὺ κατὰ πρόνοια μοῦ ἀναλογεῖ, ἀκόμα κι ἂν ἐκεῖνος, πού μοῦ παράδωσε τὰ μυστικὰ αὐτὰ κι ἔγινε δάσκαλός μου, φτάνη σὲ ὕψος ἀφάνταστο. Τὸ νὰ ζητῆς ἴσο ἀποτέλεσμα ἀπὸ κείνους, ποὺ δὲν εἶναι ἴσοι στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση, δὲν ἀπέχει, νομίζω, ἀπὸ τὴν προσπάθεια μερικῶν νὰ δείξουν, ὅτι ἡ σελήνη φωτίζει ἴδια μὲ τὸν ἥλιο κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ βιάζουν, ὅσα δὲν εἶναι ἴδια σὲ ὅλα, νὰ συμφωνήσουν σὲ ὅλα μεταξύ τους. Πρᾶγμα ἀδύνατο κι ἀκατόρθωτο.

Ἂς προηγῆται ὁ Θεὸς σὲ ὅσα λέμε καὶ σκεφτόμαστε, ὁ μοναδικὸς νοῦς ὅσων νοοῦν καὶ ὅσων νοοῦνται, ὁ λόγος ὅσων λέγουν καὶ ὅσων λέγονται, ἡ ζωὴ ὅσων ζοῦνε κι ὅσων ζωοποιοῦνται, ποὺ εἶναι καὶ γίνεται τὰ πάντα γιὰ τὰ πάντα, γι' αὐτὰ τὰ ἴδια ποὺ εἶναι καὶ γίνονται καὶ ποὺ γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι καὶ δὲ γίνεται τίποτα ἀπ' ὅσα ἀναφέρονται σὲ κάποιο ἀπ' αὐτά, ποὺ εἶναι καὶ γίνονται, ἀφοῦ δὲν εἶναι καθόλου κατὰ τὴ φύση τῆς ἴδιας τάξης μὲ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα. Γιὰ τοῦτο δέχεται πιὸ πολὺ ν' ἀποδίδεται σ' ἐκεῖνον, σὰν συγγενικώτερο πρὸς τὴ φύση του, τὸ μὴ εἶναι, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει τὸ εἶναι.

Γιατί —ἂν εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ μᾶς νὰ γνωρίσωμε τὴ διαφορὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν δημιουργημάτων— εἶναι ἀνάγκη ν' ἀποτελῆ θέση γιὰ τὸν πέρ' ἀπὸ τὰ ὄντα ὅ,τι εἶναι ἀφαίρεση γιὰ τὰ ὄντα• κι ἀντίθετα, ὅ,τι ἀποτελεῖ θέση γιὰ τὰ ὄντα, νὰ εἶναι ἀφαίρεση γιὰ τὸν πέρ' ἀπ' αὐτά• καὶ νὰ θεωροῦνται ὅτι εἶναι ἰσχυροὶ γι' αὐτὸν οἱ δυὸ χαρακτηρισμοί• καὶ πάλι, ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν εἶναι ἰσχυρὸς γι' αὐτὸν —τὸ εἶναι καὶ τὸ μὴ εἶναι, θέλω νὰ πῶ. Εἶναι ἰσχυροὶ κι οἱ δύο, ἐπειδὴ ὁ καταφατικὸς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶναι δημιουργὸς τῶν πάντων. Κι ὁ ἀποφατικὸς ἀποφάσκει, κατὰ τὸ λόγο τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα. Καὶ πάλι ὅμως, δὲν εἶναι, κανένας ἰσχυρὸς γι' αὐτόν, γιατί κανένας δὲν παριστάνει ἐκεῖνον, ποὺ ζητοῦμε τί εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ φύση του. Γιατί εἶναι φυσικὸ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα καὶ λεγόμενα κι ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα καὶ μὴ λεγόμενα νὰ μὴν εἶναι παραπλήσιο μ' ἐκεῖνο, μὲ τὸ ὁποῖο—εἴτε ὡς ὂν εἴτε ὡς μὴ ὂν— δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση στὸ σύνολό του αἰτιακὸ σύνδεσμο. Γιατὶ εἶναι ἁπλῆ κι ἄγνωστη κι ἀπρόσιτη σ' ὅλους ἡ ὕπαρξή του καὶ ἀνερμήνευτη ὁλότελα καὶ πέρα ἀπὸ κάθε κατάφαση κι ἀπόφαση. Αὐτὰ γιὰ τὸ σημεῖο τοῦτο. Ἀλλὰ ἂς προχωρήσουμε στὸ προκείμενο θέμα τοῦ λόγου μας.


A'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ ἅγια Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα καὶ τύπος τοῦ Θεοῦ

Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ μακάριος ἐκεῖνος γέροντας, κατὰ ἕνα πρῶτο συμβολισμὸ τῆς θεωρίας του, ὅτι ἡ ἅγια Ἐκκλησία εἶναι τύπος κι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἔχει τὸ ἴδιο μ' αὐτὸν ἔργο κατὰ τὴ μίμηση καὶ κατὰ τὴ μορφή.

Ἀφοῦ ἐδημιούργησε δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὰ πάντα μὲ τὴν ἄπειρη δύναμή του καὶ τὰ ἔφερε στὴν ὕπαρξη, τὰ συγκρατεῖ, τὰ συνενώνει καὶ χαράζει τὰ ὅριά τους. Συνδέει μὲ τὴν πρόνοιά του τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὰ νοητὰ καὶ τὰ αἰσθητά. Καὶ κρατῶντας μαζὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὰ πάντα, στὰ ὁποῖα εἶναι αἰτία κι ἀρχὴ καὶ τέλος, ἐνῷ κατὰ τὴ φύση βρίσκονται σὲ διάσταση, τὰ κάνει νὰ συγκατανεύουν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο σύμφωνα μὲ μιὰ τάση τους, τὴν τάση πρὸς αὐτόν, σὰν βασικὴ ἀρχὴ τῆς σχέσης. Σύμφωνα μ' αὐτὴν ὁδηγοῦνται ὅλα σὲ μιὰ ταυτότητα κίνησης καὶ ὕπαρξης, ποὺ ἀποκλείει τὴν κατάλυση καὶ τὴ σύγχυση. Κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα, προβαδίζοντας, δὲ στασιάζει ἐναντίον κάποιου ἄλλου, οὔτε ἀποσπᾶται ἀπ' αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὴ διαφορὰ ποὺ χαρακτηρίζει τὴ φύση καὶ τὴν κίνησή του. Συμφύονται ὅλα μαζὶ μὲ ὅλα χωρὶς νὰ συγχέονται, σύμφωνα μὲ τὴν ἀκατάλυτη σχέση καὶ φύλαξη τῆς μοναδικῆς ἀρχῆς κι αἰτίας, ποὺ καταργεῖ κι ἐπισκεπάζει ὅλες τὶς σχέσεις, ποὺ θεωροῦνται ἰδιαίτερες μεταξὺ ὅλων ἀνάλογα μὲ τὴ

φύση καθενὸς ἀπὸ τὰ ὄντα. Ὄχι μὲ τὸ νὰ τὶς καταστρέφη καὶ νὰ τὶς ἀναιρῆ καὶ νὰ τὶς κάνη νὰ μὴν ὑπάρχουν, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ τὶς νικᾶ καὶ νὰ λάμπη ἀπάνωθέ τους, ὅπως ἀκριβῶς τὸ σύνολο πάνω ἀπὸ τὰ μέρη του ἤ καὶ μὲ τὸ νὰ παρουσιάζεται σὰν αἰτία τοῦ συνόλου αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, καὶ τὸ ἴδιο τὸ σύνολο καὶ τὰ μέρη τοῦ συνόλου, εἶναι φυσικὸ νὰ φαίνωνται καὶ νὰ ὑπάρχουν, γιατί ἔχουν ὁλάκερη τὴν αἰτία τους νὰ λάμπη ἀπάνωθέ τους. Κι ὅπως ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τὴ λάμψη τῶν ἄστρων καὶ στὴ φύση καὶ στὴ δύναμη, ἔτσι κι αὐτά, σὰν ἀποτελέσματα μιᾶς αἰτίας, δείχνουν τὴν αἰτία τους αὐτὴ νὰ καλύπτη ὅλη τὴν ὕπαρξή τους. Γιατί, ὅπως τὰ μέρη προέρχονται ἀπὸ τὸ ὅλο, ἔτσι εἶναι φυσικὸ καὶ τὰ αἰτιατὰ νὰ ἀντλοῦν τὴν ἰσχύ τους ἀπὸ τὴν αἰτία καὶ νὰ γνωρίζωνται ἀπ' αὐτὴ καὶ ν' ἀφήνουν τὴν ἀτομικότητά τους ν' ἀδρανῆ, ὅταν, πιασμένα μέσα στὴν ἀναφορὰ πρὸς τὴν αἰτία, λάβουν ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ποιότητα ἐκείνης, σύμφωνα μὲ τὴν ἀδιάσπαστη, ὅπως εἴπαμε, δύναμη ποὺ ἔχει ἡ σχέση τους μ' αὐτήν. Ἀφοῦ τὰ πάντα μέσα στὰ πάντα εἶναι ὁ Θεός, ποὺ μὲ ἀπέραντο μέτρο ὑπερβαίνει τὰ πάντα, θὰ γίνη ὁρατὸς ὁλομόναχος σὲ ὅσους ἔχουν καθαρὴ σκέψη. Τοῦτο θὰ γίνη, ὅταν ὁ νοῦς, καθὼς ἀναλογίζεται θεωρητικὰ τοὺς λόγους τῶν ὄντων, σταματήση στὸν ἴδιο τὸ Θεό, σὰν αἰτία κι ἀρχὴ καὶ τέλος τῆς δημιουργίας καὶ τῆς γένεσης ὅλων, ἕνα βυθὸ ἀδιάστατο ποὺ περιέχει τὰ πάντα.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ θ' ἀποδειχθῆ ὅτι ἐνεργεῖ ἀνάμεσά μας, ὅπως ὁ Θεός, ἀρχέτυπο ἐκεῖνος κι ἐκείνη εἰκόνα του. Εἶναι βέβαια πολλοὶ κι ἀμέτρητοι σχεδὸν στὸν ἀριθμὸ οἱ ἄνδρες κι οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ διαφέρουν καὶ κατὰ τὸ φῦλο καὶ κατὰ τὴ μορφή, τὴν ἐθνικότητα καὶ τὶς γλῶσσες, τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς, τὶς ἡλικίες, τὶς γνῶμες, τὴν τέχνη, τοὺς τρόπους, τὶς συνήθειες, τὰ ἐπαγγέλματα. Καὶ στὶς ἐπιστῆμες πάλι καὶ στ' ἀξιώματα, στὶς τύχες, στοὺς χαρακτῆρες, στὶς διαθέσεις διακρίνονται μεταξύ τους καὶ διαφέρουν πολὺ ὅσοι ἔρχονται σ' αὐτὴ καὶ δέχονται ἀπ' αὐτὴ τὴν ἀναγέννησή τους καὶ τὴν ἀναδημιουργία τους μὲ τὴ δύναμη τοῦ πνεύματος. Δίνει ὅμως σ' ὅλους αὐτοὺς καὶ χαρίζει μία κατὰ ἴσο μέτρο θεϊκὴ μορφὴ καὶ θεῖο ὄνομα, καὶ νὰ προέρχωνται καὶ νὰ ὀνομάζωνται ἀπὸ τὸ Χριστό. Τοὺς δίνει ἀκόμα τὴ μία ἁπλῆ κι ἀσύνθετὴ κι ἀδιαίρετη σχέση ποὺ δημιουργεῖ ἡ πίστη, ποὺ τὶς πολλὲς κι ἀναρίθμητες διαφορές, ποὺ καθένας ἔχει, μήτε κὰν ὅτι ὑπάρχουν δὲν ἐπιτρέπει νὰ γίνη γνωστό, ἐπειδὴ ὅλα γενικὰ σ' αὐτὴν κατευθύνονται καὶ συναντιοῦνται. Μέσα σ' αὐτὴν κανένας τίποτα ἐντελῶς δὲν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ κοινὸ γιὰ χάρη δική του. Ὅλοι συμφύονται ὁ ἕνας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ συνδέονται μέσα στὴ μία ἁπλῆ κι ἀδιαίρετη χάρη καὶ δύναμη τῆς πίστης. Ἤτανε, λέει, ὅλων ἡ καρδιὰ καὶ ἡ ψυχὴ μία, ὥστε ἀπὸ διάφορα μέλη νὰ εἶναι ὡστόσο καὶ νὰ φαίνεται ἕνα σῶμα ἄξιο ἀληθινὰ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀληθινῆς κεφαλῆς μας.

Στὸ σῶμα αὐτό, λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναῖκα, οὔτε Ἰουδαῖος καὶ Ἕλληνας, οὔτε περιτομὴ κι ἀκροβυστία, οὔτε βάρβαρος οὔτε Σκύθης, οὔτε δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος. Ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ μέσα στὰ πάντα εἶναι Αὐτὸς ποὺ μὲ τὴ μία κι ἁπλῆ πάνσοφη δύναμη τῆς καλωσύνης του περικλείει τὰ πάντα μέσα του, σὰν ἕνα κέντρο ἀπὸ εὐθεῖες, ποὺ ἀκτινωτὰ ξεκινοῦν ἀπ' αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια ἁπλῆ κι ἑνιαία αἰτία καὶ δύναμη. Δὲν ἀφήνει τὶς ἀρχὲς τῶν ὄντων ν' ἀπομακρυνθοῦν μαζὶ μὲ τὰ τέλη τους, περιορίζοντας κυκλικὰ τὶς προεκτάσεις τους καὶ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν ἑαυτὸ του τὶς διακρίσεις τῶν ὄντων, ποὺ ὁ ἴδιος ἐδημιούργησε. Δὲ θέλει ν' ἀποξενωθοῦν ὁλότελα μεταξύ τους καὶ νὰ γίνουν ἐχθρικὰ τὰ πλάσματα καὶ τὰ δημιουργήματα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ἔχουν σχετικὰ μὲ τί καὶ ποῦ νὰ παρουσιάσουν τὴ φιλία καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ταυτότητα μεταξύ τους, ὁπότε θὰ κινδυνέψη, μὲ τὸ χωρισμό τους ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ μεταπέση τὸ εἶναι τους στὸ μὴ εἶναι.

Εἶναι, λοιπόν, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καθὼς εἴπαμε, ἡ ἁγία Ἐκκλησία, γιατί πραγματοποιεῖ τὴν ἴδια ἕνωση ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ποὺ κάνει κι ὁ Θεός, ἀκόμα κι ἄν τυχαίνη νὰ εἶναι διαφορετικοὶ στὰ ἰδιώματα κι ἀπὸ διαφορετικοὺς καὶ τόπους καὶ τρόπους ἐκεῖνοι, ποὺ μέσα σ’ αὐτὴν γίνονται μὲ τὴν πίστη ἕνα σῶμα. Τὴν ἕνωση αὐτή, κατὰ φυσικὸ τρόπο τὴν πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, χωρὶς νὰ προκαλῆται σύγχυση στὴν οὐσία τῶν ὄντων. Τὴ διαφορὰ μεταξύ τους, ὅπως ἒχει δειχθῆ, τὴν ἀμβλύνει καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν ταυτότητα μὲ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν ἑαυτό του, σὰν αἰτία κι ἀρχὴ καὶ τέλος.


Β'. Γύρω ἀπὸ τὸ πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκόνα τοῦ κόσμου τοῦ συγκροτημένου ἀπὸ ὁρατὲς κι ἀόρατες ὀντότητες

Μ' ἕνα δεύτερο συμβολισμὸ τῆς θεωρίας του, ἔλεγε, ὅτι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι συγκροτημένος ἀπὸ ὁρατὲς κι ἀόρατες ὀντότητες. Γιατί ἐπιδέχεται τὴν ἴδια μ' ἐκεῖνον καὶ ἕνωση καὶ διάκριση.

Ἐκείνη δηλαδὴ κατὰ τὴν κατασκευή της ἀποτελεῖ ἑνιαῖο οἰκοδόμημα, θὰ δεχθῆ ὡστόσο τὸ διαφορισμὸ μὲ βάση κάποιο γνώρισμα, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ θέση καὶ τὸ σχῆμα καὶ θὰ διαφοροποιηθῆ στὸ χῶρο, ποὺ εἶναι προωρισμένος γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς λειτουργοὺς μόνο, ποὺ τὸν λέμε ἱερὸ βῆμα (ἱερατεῖο), καὶ στὸ χῶρο ποὺ εἶναι ἀνοιχτὸς γιὰ νὰ εἰσέλθουν ὅλα τὰ πιστὰ πλήθη καὶ ποὺ τὸν λέμε ναό. Παραμένει ὡστόσο μία κατὰ τὴν ὕπαρξη, χωρὶς νὰ συμμερίζεται τὴ διαίρεση τῶν μερῶν της, ποὺ ὀφείλεται στὴ διαφορὰ ποὺ αὐτὰ ἔχουν μεταξύ τους. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ μέρη, μὲ τὴν ἀναφορά τους πρὸς τὴ δική της ἑνότητα, τ' ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ὀνομαστικὴ διαφορά τους καὶ δείχνει τὴ μεταξὺ τῶν δύο ταυτότητα. Κι ἐνῷ ὑπάρχουν ἀμοιβαῖα τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο φανερώνει τί ἀποτελεῖ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του• δείχνει τὸ ναὸ ἱερὸ βῆμα κατὰ τὴ δύναμη, ἐπειδὴ ἀποκτᾶ ἱερότητα μὲ τὴν ἀναφορὰ τῆς μυσταγωγίας πρὸς τὸ ἱερὸ τέλος της. Καὶ πάλι κατ' ἀντιστροφὴ δείχνει τὸ ἱερὸ βῆμα ναό, ἐπειδὴ κατὰ τὴ διεξαγωγὴ τῆς μυσταγωγίας αὐτῆς ἔχει τὸ ναὸ ὡς ἀρχή του. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μέσα στὰ δύο μένει μία καὶ ἡ ἴδια.

Ἔτσι κι ὁ κόσμος ὁλόκληρος τῶν ὄντων, ποὺ προῆλθε δημιουργικὰ ἀπὸ τὸ Θεό, μοιράζεται στὸ νοητὸ κόσμο, ποὺ τὸν ἀπαρτίζουν νοερὲς κι ἀσώματες ὀντότητες, καὶ σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ σωματικό, ποὺ ἔχει μὲ τρόπο μεγαλοφυῆ συνυφανθῆ ἀπὸ πολλὰ εἴδη καὶ φύσεις. Ὅλος ὁ κόσμος, μ' αὐτὴ τὴ χειροποίητη, φανερώνεται μὲ σοφία πὼς εἶναι μιὰ κατ' ἄλλο τρόπο ἀχειροποίητη Ἐκκλησία. Εἶναι ἱερὸ βῆμα, ἐπειδὴ περιέχει τὸν ἄνω κόσμο, ποὺ ἔχει παραδοθῆ στὶς ἄνω δυνάμεις• κι εἶναι ναός, ἐπειδὴ περιέχει τὸν κάτω, ποὺ ἔχει παραχωρηθῆ σ' ἐκείνους, ποὺ τοὺς ἔλαχε ἡ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων.

Κι εἶναι πάλι ἕνας ἑνιαῖος κόσμος, ποὺ δὲν ὑφίσταται τὴ διαίρεση τῶν μερῶν του, ἀλλὰ ἀντίθετα καὶ τῶν ἴδιων τῶν μερῶν του τὴ διαφορά, σύμφωνα μὲ τὴν ἀτομική τους φύση, τὴν περιορίζει μὲ τὴν ἀναφορὰ του πρὸς τὴν ἴδια του τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἄρνηση τῆς διαιρετότητάς του. Μᾶς δείχνει ὅτι ταυτίζονται ἀμοιβαῖα μεταξύ τους καὶ μ' αὐτόν, χωρὶς σύγχυση κι ὅτι εἰσέρχονται ὁλόκληρο τὸ ἕνα μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸ ἄλλο. Καὶ σὰν μέρη καὶ τὰ δύο μαζί, ὁλοκληρώνουν τὸ σύνολο τοῦ κόσμου καὶ σύμφωνα μὲ τὸν κόσμο αὐτὸν σὰν σύνολο, ὁλοκληρώνονται τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο σὰν μέρη κατὰ ἑνότητα καὶ ὁλικότητα. Ὁλόκληρος δηλαδὴ ὁ νοητὸς κόσμος μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸν αἰσθητὸ φαίνεται ὅτι ἀποτυπώνεται κατὰ τρόπο μυστικὸ μὲ συμβολικὲς μορφές, γιὰ ὅσους ἔχουν τὴ δύναμη νὰ βλέπουν. Καὶ ὁλόκληρος ὁ αἰσθητὸς κόσμος βρίσκεται μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸ νοητὸ ἁπλοποιημένος σὲ λόγους κατὰ τὴ γνωστικὴ ἐνέργεια τοῦ νοῦ. Βρίσκεται ὁ αἰσθητὸς μέσα στὸ νοητὸ μὲ τοὺς λόγους κι ὁ νοητὸς μέσα στὸν αἰσθητὸ μὲ τοὺς τύπους. Καὶ εἶναι τὸ ἔργο τους ἕνα, σὰ νὰ ἤτανε ἕνας τροχὸς μέσα σὲ ἄλλον τροχό, λέει ὁ θαυμάσιος τῶν μεγάλων ὁραματιστὴς Ἰεζεκιήλ, μιλῶντας, νομίζω, γιὰ τοὺς δύο κόσμους. Ἀλλὰ κι ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέει σχετικά: Οἱ ἀόρατες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου γίνονται ὁρατές, ὅταν νοηθοῦν μὲ βάση τὰ δημιουργήματά του. Κι ἂν γίνωνται ὁρατὰ ὅσα δὲ φαίνονται μὲ τὴ δύναμη ἐκείνων ποὺ φαίνονται, ὅπως ἔχει γραφῆ, πολὺ περισσότερο μὲ ὅσα δὲ φαίνονται θὰ γίνουν νοητὰ ὅσα φαίνονται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὑψώνουν τὸ πνεῦμα τους στὴν πνευματικὴ θεωρία. Γιατί ἡ συμβολικὴ θεώρηση τῶν νοητῶν μὲ βάση τὰ ὁρατὰ εἶναι ἡ πνευματικὴ γνώση καὶ νόηση τῶν ὁρατῶν μὲ βάση τὰ ἀόρατα. Ἐπειδὴ πρέπει ὅσα δηλώνουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο νὰ ἔχουν ἀληθινὲς ὁπωσδήποτε καί ὁλοφάνερες τὶς μεταξὺ τοὺς δηλώσεις καὶ ἄθικτη ὅποια σχέση θεμελιώνεται ἐπάνω τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Sample text

Sample Text

Sample Text